- χυτοσιδήρους
- и, ούν чугунный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χυτοσιδηρούς — ά, ούν, Ν (λόγιος τ.) κατασκευασμένος από χυτοσίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυτοσίδηρος + κατάλ. ούς τών αρχ. συνηρημένων επιθ. (πρβλ. χρυσούς). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Θ. Σχινά] … Dictionary of Greek
σιδηρομολυβδαίνιο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και μολυβδαινίου που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή μολυβδαινίου στους ειδικούς χάλυβες και χυτοσιδήρους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferromolybdenum < ferro (< λατ. ferrum «σίδηρος») +… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek